σκληρόκοιτος

σκληρόκοιτος
-ον, Μ
αυτός που κοιμάται σε σκληρή κλίνη, σε σκληρό κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -κοιτος (< κοίτη), πρβλ. αγλαό-κοιτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκληροκοιτώ — έω, Α κοιμάμαι σε σκληρό κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + κοιτῶ, μέσω αμάρτυρου αρχ. *σκληρόκοιτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”